γηγενετης

γηγενετης
    γηγενέτης
    γη-γενέτης
    дор. γηγενέτας -ου adj. m Eur., Plut. = γηγενής См. γηγενης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γηγενετης" в других словарях:

  • γηγενέτης — ο (Α) ο γηγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + γενετής «γόνος, γιος» < γίγνομαι*] …   Dictionary of Greek

  • γηγενέτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηγενέται — γηγενέτης masc nom/voc pl γηγενέτᾱͅ , γηγενέτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηγενέταις — γηγενέτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηγενέταν — γηγενέτᾱν , γηγενέτης masc acc sg (epic doric aeolic) γηγενέτης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηγενέτας — γηγενέτᾱς , γηγενέτης masc acc pl γηγενέτᾱς , γηγενέτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηγενέτᾳ — γηγενέται , γηγενέτης masc nom/voc pl γηγενέτᾱͅ , γηγενέτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»